- μορφώνω
- (ΑΜ μορφῶ, -όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, -άω) [μορφή]1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.)2. (το παθ.) μορφοῡμαι, -όομαι, μορφώνομαιδιαπλάσσομαι, σχηματίζομαι τελείως, διαμορφώνομαι («μεμορφωμένα γὰρ εὐθὺς ἐκεῑνα [τὰ ζῶα] ταῡτα δ'ἅμα τῇ γενέσει μορφοῡνται», Θεόφρ.)νεοελλ.1. (μτβ.) διαμορφώνω τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο κάποιου, προάγω κάποιον πνευματικά και ηθικά, εκπαιδεύω, διαπαιδαγωγώ («σήμερα όλοι μορφώνουν τα παιδιά τους»)2. φρ. «μορφώνω γνώμη» — σχηματίζω γνώμη («πρέπει να τόν ακούσω προτού μορφώσω γνώμη»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μορφωμένος, -η, -ο αυτός που έχει λάβει γενική μόρφωση, που έχει καταρτιστεί πλήρως, πεπαιδευμένος, εγγράμματος («είναι πολύ μορφωμένος»)μσν.(το μέσ.) μορφοῡμαι, -όομαικοσμώ, καλλωπίζω(μσν-αρχ.) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, τροποποιώ, μετασχηματίζωαρχ.σχεδιάζω, παριστάνω, απεικονίζω.
Dictionary of Greek. 2013.